Η φάρμα Φωτιάδη έχει καταφέρει να ξεχωρίσει στον τομέα της και να παράγει ένα προϊόν που αρχίζει να γίνεται όλο και πιο δημοφιλές όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και το εξωτερικό.Είναι τέταρτη γενιά κτηνοτρόφων και δραστηριοποιούνται στην περιοχή του Ολύμπου. Στη σκιά του μυθικού βουνού μια οικογενειακή επιχείρηση δημιουργεί και αναπτύσσει το δικό της brand με ένα ιδιαίτερο κρέας αυτό του μαύρου χοίρου.
Από την εκτροφή των ζώων μέχρι τη δημιουργία του τελικού προϊόντος όλα τα βήματα είναι προσεκτικά μελετημένα ώστε η ποιότητα να είναι και να παραμένει υψηλή, καθιστώντας ανταγωνιστικό το προϊόν όπως μας λέει ο Γιώργος Φωτιάδης.
Το κρέας του μαύρου χοίρου είναι πιο ακριβό και έχει πιο σκούρο χρώμα αλλά και διαφορετική επίγευση ενώ είναι πολύ πλούσιο σε Ω3 και Ω6 λιπαρά και σε πολυφαινολες. «Ειδικά όταν μιλάμε για τα προϊόντα της Φάρμας Φωτιάδη, πρέπει να τονίσουμε ότι επειδή εμείς προσθέτουμε στη διατροφή του μαύρου χοίρου πάστα ελιάς, γίνεται ακόμη πιο ιδιαίτερο και με γλυκιά επίγευση», σημειώνει ο κ.Φωτιάδης.
Για να γίνει πιο κατανοητό ας εξηγήσουμε λίγα πράγματα για τον Μαύρο Χοίρο:
«Είναι αρχαίος κάτοικος της Μεσογείου. Εξημερωμένη φυλή και όχι αγριόχοιρος παρ’ ότι έχει ομοιότητες με αυτόν στην εμφάνιση, αποτελεί είδος προς εξαφάνιση, μαζί με άλλες αυτόχθονες φυλές ζώων. Τα ίχνη της φυλής του στον ελλαδικό χώρο φτάνουν μέχρι το 5.500 π.Χ. σύμφωνα με αρχαιολογικά ευρήματα, οστά από οικόσιτο μαύρο χοίρο, όπου βρέθηκαν σε οικισμό στους Σιταγρούς Δράμας. Πιθανολογείται δε ότι είναι το πρώτο εκτρεφόμενο γουρούνι της Ευρώπης. Πράγμα το οποίο εντυπωσίασε την Φάρμα Φωτιάδη και θεώρησε καθήκον της να ασχοληθεί και πάλι με το εθνικό μας χοίρο. Η εκτροφή των μαύρων χοίρων Ολύμπου είναι ημιεκτατική, καθώς τα ζώα από τον 5ο μήνα της ζωής τους μέχρι τον 11ο αναπτύσσονται ελευθέρα σε ορεινό βοσκότοπο 300 στρεμμάτων. Αυτό τα διαφοροποιεί σημαντικά από την συμβατική εντατική χοιροτροφία. Ενώ ένα συμβατικό γουρούνι γεννά 12-14 γουρουνάκια, ο ελληνικός μαύρος χοίρος γεννά μόλις 7. Σε αντίθεση δε με το συμβατικό γουρούνι που αξιοποιείται σε ηλικία 5 μηνών με βάρος 110 κιλών, ο μαύρος χοίρος σε ηλικία 11 μηνών με βάρος 100 κιλά».
Όλα τα παραπάνω δείχνουν πως πρόκειται για ένα ιδιαίτερο ζώο και ότι η εκτροφή του δεν οδηγεί στις ίδιες μεγάλες ποσότητες κρέατος, όπως αυτή του απλού χοίρου.
Παρόλα αυτά ένα σημαντικό κομμάτι της παραγωγής κατευθύνεται σε αγορές του εξωτερικού: «15% του ετησίου τζίρου μας αφορά την εξαγωγική μας δραστηριότητα», σημειώνει ο κ.Φωτιάδης. «Οι χώρες όπου εξάγουμε είναι το Βέλγιο, η Ολλανδία, η Αγγλία, η Γερμανία και η Κύπρος». «Δημοφιλή προϊόντα είναι το κρέας μαύρου χοίρου σε ειδικές κοπές, το ψαρονέφρι, κτλ», εξηγεί ενώ υπογραμμίζει ότι πολύ μεγάλη ανταπόκριση έχουν και προϊόντα όπως η σπάλα με τσάι Ολύμπου, που είναι σαν ρολό και ψήνεται στον φούρνο ενώ παράλληλα “δένει” και με το αφήγημα του Ολύμπου.
«Αυτήν τη στιγμή είμαστε στο στάδιο που από τη νέα χρονιά θα αυξήσουμε το παραγωγικό μας κομμάτι για να μπορέσουμε εν συνεχεία να αυξήσουμε και τις παραγωγές», εξηγεί ο κ.Φωτιάδης.
Όπως μας είπε, μεγάλο ενδιαφέρον έδειξαν η Ιταλία και η Γαλλία, οι οποίες μπορεί να αποτελέσουν και τις νέες αγορές όπου θα κάνει άνοιγμα η εταιρεία.
«Στην αρχή, το να βγούμε στο εξωτερικό δεν ήταν εύκολο. Αντιμετωπίσαμε αρκετές δυσκολίες αλλά καταφέραμε να κερδίσουμε καλούς πελάτες. Οι μεγάλοι μας πελάτες προτού συνεργαστούμε προσκλήθηκαν να δουν από κοντά τις εγκαταστάσεις μας τον τρόπο που δουλεύουμε και λειτουργούμε. Έτσι τους κερδίσαμε. Μας εμπιστεύτηκαν και μας επέλεξαν», σημειώνει.
Οι γευστικοί κάλυκες των Ευρωπαίων πάντως, πέρα από τα κρέατα μαύρου χοίρου που πάνε πολύ καλά, δείχνουν ιδιαίτερη προτίμηση και στο λουκάνικο με μανιτάρι και άρωμα τρούφας, στο χοιρομέρι μαύρου χοίρου με άρωμα τρούφας – ψητό και καπνιστό- και τα σαλάμι αέρος μαύρου χοίρου με πιπερι ή με σύκο και στο σαλαμάκι με τσάι Ολύμπου. «Πρόκειται για καινοτόμα προϊόντα που δεν τα βρίσκει κανείς αλλού και τα φτιάξαμε με μεράκι και αγάπη», αναφέρει ο κ.Φωτιάδης.
Λίγα λόγια για τη φάρμα:
Το κτήμα της Φάρμας Φωτιάδη βρίσκεται σε ένα ορεινό βοσκότοπο έκτασεως 300.000τ.μ. . Στον χώρο περιέχονται σταβλικές εγκαταστάσεις 1.450 τ.μ. και η εκτροφή των ζώων είναι ημι-εκτατική. Οι μάνες και τα αρσενικά ζούνε στις σταβλικές εγκαταστάσεις και τα παράγωγα από τον 5ο μήνα οδηγούνται στον ορεινό βοσκότοπο όπου ζούνε ευτυχισμένα, για 5 μήνες , στο φυσικό τους περιβάλλον, όπου καθημερινά διανύουν περίπου 2-3 χιλιόμετρα. Αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας είναι τα εξαιρετικής ποιότητας κρέας με ελάχιστο ενδομυικό λίπος, πλούσιο σε σίδηρο, πρωτεΐνες, ιχνοστοιχεία και μέταλλα πολύτιμα στον οργανισμό μας.