Ο Λίβανος διαθέτει σήμερα αποθέματα σίτου επαρκή για ενάμιση μήνα το πολύ, με την Ουκρανία να αντιπροσωπεύει έως και το 60% των εισαγωγών της χώρας που ήδη έχει πληγεί από την οικονομική κρίση του 2018. Οι ανησυχίες για το σιτάρι αντικατοπτρίζουν το αποτέλεσμα του πολέμου, ενώ η κυβέρνηση του Λιβάνου βρίσκεται σε συνομιλίες με άλλες χώρες όπως οι ΗΠΑ η Ινδία και ο Καναδάς για προμήθεια σίτου εν μέσω ανησυχιών για παγκόσμια διαταραχή της προσφοράς λόγω της κρίσης.
Με αφορμή όλα τα ανωτέρω το Γραφείο ΟΕΥ Βηρυτού συνέταξε την κάτωθι έρευνα όπου διερευνάται ο κλάδος της αρτοβιομηχανίας, η τοπική παραγωγή, η διάρθρωση του, τα συστήματα επιδοτήσεων που κατά καιρούς ακολούθησε και βέβαια τα αποτελέσματα της οικονομικής κρίσης σε αυτόν.
Ο κλάδος της Αρτοβιομηχανίας στο Λίβανο
Το ψωμί είναι βασικό τρόφιμο στον Λίβανο. Η πλέον πρόσφατη έρευνα για τις δαπάνες των νοικοκυριών (Οκτ 2021), διαπίστωσε ότι το μέσο νοικοκυριό στο Λίβανο δαπάνησε το 14% του προϋπολογισμού του για τρόφιμα, σε ψωμί και δημητριακά. Με άλλα λόγια, λίγο λιγότερο από το 3% των δαπανών ενός τυπικού νοικοκυριού για όλα τα έξοδα, από το ενοίκιο μέχρι την ασφάλιση υγείας μέχρι το δάνειο αυτοκινήτου και τα ρούχα, δαπανήθηκε για την αγορά ψωμιού. Σε μακροοικονομικό επίπεδο, τα νοικοκυριά του Λιβάνου ξόδεψαν συνολικά 23,5 εκ δολάρια το μήνα σε ψωμί το 2018, καταναλώνοντας περίπου 785.000 πακέτα (Αραβικής πίτας 5 τεμαχίων) το ίδιο χρονικό διάστημα.
- Τοπική παραγωγή σίτου
Επί του παρόντος, το 80% του σιταριού που καταναλώνει ο Λίβανος εισάγεται από χώρες όπως η Ουκρανία, η οποία έχει υψηλή παραγωγή σε τεράστιες εκτάσεις γης που λείπει από τον Λίβανο, με το συντριπτικό ποσοστό των αρτοποιών του Λιβάνου να βασίζονται σε εισαγόμενο σιτάρι για να παράγουν τα προϊόντα τους.
Η εγχώρια παραγωγή δημητριακών καλύπτει, όπως προαναφέρθηκε, λιγότερο από το 20% των καταναλωτικών αναγκών και η χώρα εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις εισαγωγές. Την περίοδο 2021/22, οι απαιτήσεις εισαγωγής δημητριακών, κυρίως μαλακού σίτου για ανθρώπινη κατανάλωση αλλά και καλαμποκιού για τη διατροφή των ζώων και των πουλερικών, προβλέπονται σε 2 εκ τόνους. Συζητήσεις είναι ακόμη σε εξέλιξη για την ανοικοδόμηση των λιμενικών εγκαταστάσεων στη Βηρυτό που καταστράφηκαν από έκρηξη τον Αύγουστο του 2020, συμπεριλαμβανομένου του τερματικού σταθμού χύδην φορτίου και του κύριου σιλό σιτηρών. Τον Δεκ. 2021, οι κόκκοι που παρέμειναν στα σιλό μετά την έκρηξη κρίθηκαν ακατάλληλοι για χρήση σε τρόφιμα ή ζωοτροφές και έκτοτε καταστρέφονται σταδιακά.
Το ελάχιστο τοπικό σιτάρι που καλλιεργείται είναι μαλακού τύπου και χρησιμοποιείται κυρίως για μαγείρεμα (freekeh) ή burghul (πλιγούρι) η αναμιγνύεται με εισαγόμενο. Το σιτάρι ως βασική καλλιέργεια δεν είναι οικονομικά βιώσιμο στον Λίβανο. Υπάρχουν άνθρωποι που καλλιεργούν το δικό τους σιτάρι για προσωπική χρήση, αλλά, σε βιομηχανική κλίμακα, αυτό δεν μπορεί να συμβεί. Το αλεύρι που διακινείται τοπικά, που φτιάχνεται από εισαγόμενο σιτάρι, κοστίζει 1.500 λίρες ανά κιλό, και είναι πολύ φθηνότερο από το τοπικό σιτάρι της κοιλάδας Bekaa, το οποίο διακινείται προς 5.000 λίρες το κιλό γιατί δεν καλλιεργείται αρκετό ώστε να καλύψει τη ζήτηση. Μέχρι και σήμερα δεν υπάρχει ούτε ένας αλευρόμυλος επικεντρωμένος στην άλεση τοπικού σιταριού, διότι οι τεράστιοι μύλοι που παράγουν εισαγόμενο σιτάρι δεν δύνανται να χρησιμοποιήσουν μικρές ποσότητες τοπικών προϊόντων.
Το τοπίο της χώρας περιορίζει την εγχώρια παραγωγή δημητριακών. Αν και οι καιρικές συνθήκες είναι σχετικά ευνοϊκές, η συνολική παραγωγή δημητριακών το 2021 εκτιμάται σε περίπου 134.000 τόνους, περίπου 15% κάτω από τον μέσο όρο πενταετίας και ισόποση με τη συγκομιδή του 2020 που ήταν ήδη περιορισμένη από την οικονομική κρίση.
Στην αγορά διατίθενται σπόροι, λιπάσματα και φυτοπροστατευτικό υλικό, αν και σε υψηλές τιμές. Καθώς τα περισσότερα γεωργικά προϊόντα εισάγονται, η συνεχιζόμενη υποτίμηση του νομίσματος στην παράλληλη αγορά αυξάνει το κόστος τους σε εθνικό νόμισμα. Οι απότομες αυξήσεις των διεθνών τιμών των λιπασμάτων, σε δολάρια ΗΠΑ το δεύτερο εξάμηνο του 2021, ενισχύθηκαν από την υποτίμηση του νομίσματος.
Οι εκθέσεις δείχνουν ότι, σε σύγκριση με τα προηγούμενα χρόνια, περισσότερες γεωργικές εισροές προέρχονται πλέον από φθηνότερες προελεύσεις, όπως είναι η Ινδία και η Τουρκία. Ωστόσο, οι περισσότεροι αγρότες δεν διαθέτουν επαρκή ρευστότητα για να αγοράσουν ήδη από τον Οκτ. 2019. Ακόμη, η έλλειψη καυσίμων, μετά την απόσυρση του επιδοτούμενου συναλλάγματος, είχε επίσης αρνητικό αντίκτυπο στις μηχανοποιημένες αγροτικές εργασίες καθώς και στην πρόσβαση στις αγορές. Ενώ οι περισσότερες γεωργικές εισροές πληρώνονται σε δολάρια ΗΠΑ, οι πωλήσεις γεωργικών προϊόντων παραμένουν εκφρασμένες σε λίρες Λιβάνου, με τη συνεχιζόμενη υποτίμηση του νομίσματος να διαγράφει τυχόν κέρδη, ενώ η γενικά περιορισμένη αγοραστική δύναμη του πληθυσμού έχει περιορίσει τις αυξήσεις των τιμών λιανικής.
Σε μια προσπάθεια για την αντιμετώπιση του προβλήματος οι προσπάθειες επικεντρώνονται στην καλλιέργεια τοπικού σιταριού και στην εγκατάσταση ενός νέου αλευρόμυλου για τους αγρότες που θα μπορούν να τον χρησιμοποιούν ελεύθερα, κάτι που χρηματοδοτείται από την Mid. East Children’s Alliance, η οποία ελπίζει ότι με τον τρόπο αυτό θα ενθαρρύνει την καλλιέργεια περισσότερου σιταριού σε τοπικό επίπεδο και θα το καταστήσει μια φθηνότερη επιλογή. Ο αλευρόμυλος, ο οποίος παραδόθηκε προς χρήση τον Ιούλιο 2021 στο πλούσιο γεωργικά Zahle, θα επιτρέψει σε μικρής κλίμακας παρτίδες ντόπιου σίτου να αλέθονται σε αλεύρι υψηλής ποιότητας. Επίσης έρευνες για ανάπτυξη νέων ποικιλιών διεξάγονται και από ιδρύματα γεωργικής έρευνας στην χώρα. Εάν ο Λίβανος μπορέσει μια μέρα να προμηθευτεί το μεγαλύτερο μέρος του σιταριού του τοπικά, το κόστος του ψωμιού θα συνδεόταν λιγότερο με την οικονομική αστάθεια. Προς το παρόν, πάντως, αυτό δεν δείχνει εφικτό.
- Διεθνείς προμηθευτές σίτου
Η συντριπτική πλειονότητα του σιταριού που χρησιμοποιείται για την παρασκευή αραβικού ψωμιού εισάγεται, κυρίως από την περιοχή της Μαύρης Θάλασσας, με την εγχώρια παραγωγή σιταριού να αποτελεί μόνο ένα μικρό μέρος της συνολικής προσφοράς. Τέσσερις μεγάλοι εξαγωγείς σιταριού, η Ουκρανία, η Ρωσία, το Καζακστάν και η Ρουμανία αποστέλλουν σιτηρά από λιμένες της Μαύρης Θάλασσας. Από το 2010 έως το 2017, η Ρωσία ήταν ο μεγαλύτερος προμηθευτής σιταριού του Λιβάνου σε έξι από αυτά και ο δεύτερος μεγαλύτερος προμηθευτής για τα άλλα δύο χρόνια, σύμφωνα με στοιχεία του UN Comtrade. Η Ουκρανία ήταν ο μεγαλύτερος προμηθευτής σιταριού του Λιβάνου τα τελευταία δύο χρόνια και ο δεύτερος μεγαλύτερος προμηθευτής στα υπόλοιπα πέντε. Μαζί, οι δύο χώρες ουσιαστικά μονοπώλησαν τις δύο πρώτες θέσεις στη λίστα των προμηθευτών σίτου του Λιβάνου, εκτός από το 2013, όταν ένας άλλος εξαγωγέας της Μαύρης Θάλασσας, η Ρουμανία, κατέλαβε τη δεύτερη θέση.
Το εισαγόμενο και εγχώριο σιτάρι αλέθεται σε αλεύρι τοπικά από τους δεκάδες μύλους του Λιβάνου. Μόλις τέσσερις αλευρόμυλοι παράγουν το 70% του αλεύρου που παρασκευάζεται στη χώρα. Το εισαγόμενο αλεύρι, από την άλλη πλευρά, το μεγαλύτερο μέρος του οποίου αλέθεται στην Τουρκία, αποτελεί μόλις το 4% της αγοράς. Η κυβέρνηση αγόραζε, ιστορικά, σιτάρι και από ντόπιους αγρότες σε τιμές υψηλότερες της αγοράς, προκειμένου να επιδοτήσει την τοπική γεωργία, αλλά αυτή η ροή δεν είναι αρκετά μεγάλη ώστε να επηρεάσει την τελική τιμή του ψωμιού. Εν μέσω κρίσης, ωστόσο, το πρόγραμμα ουσιαστικά έχει παγώσει από το 2019. Η κυβέρνηση, επίσης, στο παρελθόν, αγόραζε σιτάρι από το εξωτερικό και το μεταπουλούσε σε τοπικούς αλευρόμυλους, με έκπτωση, ως επιδότηση. Κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης και μέχρι σήμερα, η BDL επιδοτεί τις εισαγωγές σιταριού μέσω προτιμησιακής συναλλαγματικής ισοτιμίας. Το 2020, η BDL επιδότησε 50.000 μετρικούς τόνους εισαγωγών σιταριού το μήνα. Αυτό είναι αρκετό για να παραχθούν λίγο λιγότεροι από 40.000 τόνοι αλεύρι, εκ των οποίων η πλειοψηφία (27.000 τόνοι) προορίζεται για αραβικό ψωμί. Το 2021, η BDL ενέκρινε εισαγωγές 630.000 τόνων, μια αύξηση 5%, υπό το φως της κρίσης της χώρας.
Πριν από το 2019, οι μύλοι, συλλογικά μέσω του σωματείου τους, καθόριζαν την τιμή των αλεύρων για τα αρτοποιεία χωρίς κρατική παρέμβαση. Από το 2019, ωστόσο, οι αλευρόμυλοι και το Υπουργείο Οικονομίας συμφώνησαν να υιοθετήσουν ένα, περιοδικά ενημερωμένο, χρονοδιάγραμμα τιμών. Σύμφωνα με μελέτη του 2019 που διεξήχθη από τη βρετανική διεθνή εταιρεία ανάπτυξης Crown Agents, 258 αρτοποιεία συνολικά αγόρασαν το αλεύρι τύπου T85, το οποίο χρησιμοποιείται για την παρασκευή αραβικού ψωμιού, το 2018.
- Τοπική αγορά αλευρόμυλων & παραγωγών ψωμιού
Η τοπική αγορά είναι επίσης ιδιαίτερα συγκεντρωμένη και καθετοποιημένη. Μεταξύ 54 και 55% του ψωμιού παράγεται μόνο από πέντε μόνον παίκτες, σύμφωνα με μελέτη του 2017 από την BLOM Bank:
- Η Chamsine ηγείται της αγοράς, παράγοντας πάνω από το 1/5 του ψωμιού του Λιβάνου, ακολουθούμενη από τις
- Wooden Bakery,
- Moulin D’Or,
- Al Sultan και
- Pain D’Or
- Περίπου 250 άλλα αρτοποιεία, κυρίως μικρές συνοικιακές επιχειρήσεις, μοιράζονται το υπόλοιπο 45-46% της αγοράς.
- Σύστημα επιδοτήσεων στο ψωμί
Μετά την πτώση της λίρας στα τέλη του 2019, η Banque du Liban ξεκίνησε ένα πρόγραμμα επιδοτήσεων που επέτρεπε στους εισαγωγείς ορισμένων προϊόντων να ανταλλάσσουν τις λίρες τους με δολάρια αναγκαία για να πληρώσουν ξένους προμηθευτές σε τιμές πολύ χαμηλότερες από αυτές στην ανοιχτή αγορά συναλλάγματος. Το 2020, η αξία της επιδότησης εισαγωγής σιταριού της Banque du Liban ήταν περίπου 12 εκ δολάρια το μήνα, δήλωσε ο G. Berberi, γενικός διευθυντής της Γενικής Διεύθυνσης Δημητριακών στο Υπουργείο Οικονομίας και Εμπορίου. Το 2021, λόγω της αύξησης των παγκόσμιων τιμών του σιταριού, το ποσό που δαπανήθηκε για την επιδότηση αυξήθηκε σε περίπου 20 εκ δολάρια το μήνα, με την ποσότητα του σιταριού που εισάγεται να παραμένει παρόμοια με το 2020. Η κεντρική τράπεζα προμηθεύει τους εισαγωγείς σιταριού με δολάρια με την επίσημη ισοτιμία των 1.507 λίρα/δολ. Σημειώνεται ότι σύμφωνα με έρευνες τα αρτοποιεία απόκτησαν περιθώριο κέρδους 10-12% από την πώληση αραβικού ψωμιού, και πολύ υψηλότερα περιθώρια κέρδους από την πώληση ειδικών προϊόντων που δεν ελέγχονται, όπως οι μπαγκέτες, το καάκ, το pain au lait, τα κέικ, τα μπισκότα και τα manakeesh. Συνεπώς, η BLOMΒΑΝΚ υπολόγισε ότι το 50% των εσόδων των αρτοποιείων προέρχονται από πωλήσεις εκτός ψωμιού.
- Επιπτώσεις Οικονομικής κρίσης 2019
Μέχρι τον Οκτώβριο του 2019, η πίεση της βιομηχανίας στο υπουργείο Οικονομίας να αυξήσει τις τιμές του ψωμιού αυξανόταν, αλλά το υπουργείο αρνήθηκε να αυξήσει τις τιμές, κατηγορώντας τα αρτοποιεία ότι προσπάθησαν να εκμεταλλευτούν τις συνθήκες για να επιτύχουν πρόσθετα κέρδη σε βάρος των φτωχών.
Τον Δεκέμβριο του 2019, τα αρτοποιεία ξεκίνησαν από μόνα τους, ενεργώντας συλλογικά για να μειώσουν τη δέσμη ψωμιού από 1 κιλό σε 900 γραμμάρια, ανεβάζοντας λειτουργικά την τιμή ανά κιλό σε 1.666 LL. Μέχρι τον Φεβρουάριο του 2020 οι πόλεμοι τιμών είχαν ενταθεί, με τα αρτοποιεία να απειλούν με απεργία. ως απάντηση στις προσπάθειες του νέου υπουργού Οικονομίας να ελέγξει τις τιμές. Στη συνέχεια, το 2021, η τιμή ανά κιλό του ψωμιού αυξήθηκε 15 φορές εκείνο το έτος, σε σύγκριση με μόλις οκτώ φορές από το 1991 έως το 2020.
Το 2021, η BDL είχε αυξήσει ήδη τις δαπάνες της για την επιδότηση σίτου από περίπου 12 εκ. δολάρια το μήνα σε 20 εκ. δολάρια το μήνα και αύξησε τον όγκο του σιταριού που εισάγεται κατά 5%, ενώ παράλληλα οι ώρες κρατικής παροχής ηλεκτρικής ενέργειας μειώθηκαν καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους ενώ, τον Αύγουστο, οι επιδοτήσεις καυσίμων άρχισαν να μειώνονται, αυξάνοντας σημαντικά το κόστος της επιχειρηματικής δραστηριότητας στον Λίβανο. Τον Ιούνιο του 2021, η μη καταβολή των επιδοτήσεων ζάχαρης από την BDL κατηγορήθηκε για αύξηση 16-21% στην τιμή των δεσμίδων ψωμιού. Η παρασκευή αραβικού ψωμιού απαιτεί γενικά περίπου 35 κιλά ζάχαρης για κάθε τόνο αλεύρου. Το κόστος ενός πακέτου ψωμιού, το οποίο καθορίζεται από το Υπουργείο Οικονομίας, κοστίζει επί του παρόντος 0,40 δολάρια σε τιμή αγοράς, ή 8.000 -10.000 λιβανικές λίρες, ενώ παλαιότερα κόστιζε 1.500 πριν από την κρίση του 2019.
- Τιμολόγηση ψωμιού
Με τη λίρα να σταθεροποιείται λίγο κάτω από τις 22.000 LL προς το δολάριο, το υπουργείο Οικονομίας ανακοίνωσε πτώση στην τιμή του ψωμιού. Παρά τη μικρή αυτή ανάπαυλα στη φαινομενικά ατελείωτη άνοδο των τιμών σε ολόκληρο τον Λίβανο, οι τιμές του ψωμιού παραμένουν υπερδιπλάσιες από ό,τι πριν από έξι μήνες. Το ψωμί υπόκειται σε ελέγχους τιμών και επιδοτήσεις —ιδίως στο σιτάρι— αλλά το κόστος του εξακολουθεί να αυξάνεται απότομα τα τελευταία δύο χρόνια, με την τιμή του να αυξάνεται από 1.500 LL για ένα πακέτο 1 κιλού στην αρχή της κρίσης σε 10 LL. 233 και LL15.714 ανά κιλό τώρα, ανάλογα με το μέγεθος της συσκευασίας. Αυτό είναι μειωμένο από το υψηλό ρεκόρ της περασμένης εβδομάδας των 11.429 LL σε 17.391 LL ανά κιλό.
Ενώ πριν από την κρίση υπήρχε μόνο μία τιμή, για μια μεγάλη δέσμη ψωμιού που κυμαινόταν με την πάροδο των ετών σε βάρος από 1 έως 1,5 κιλό, οι τιμές ορίζονται τώρα για τρία μεγέθη, το ακριβές βάρος του καθενός προσαρμόζεται με κάθε αλλαγή τιμής, αλλά που κυμαίνονται χονδρικά από 0,35 έως 1 κιλό. Την εποχή της κρίσης, το κάποτε κανονικό βάρος του περίπου 1 κιλού έχει βαφτιστεί ως «οικογενειακό πακέτο».
Λαμβάνοντας υπόψη τα διαφορετικά πακέτα που προσφέρονται, το κόστος του ψωμιού ανά κιλό σε λίρες έχει αυξηθεί κατά 582%–948% από τον Αύγουστο του 2019, σε σύγκριση με αύξηση του δείκτη τιμών καταναλωτή κατά 629% σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία.
Σημειώνεται, ωστόσο, ότι η αύξηση των τιμών του ψωμιού είναι σημαντικά χαμηλότερη από αυτή των τροφίμων και των μη αλκοολούχων ποτών ως κατηγορία, τα οποία έχουν αυξηθεί κατά αστρονομικό 2.422 τοις εκατό από την έναρξη της κρίσης.
Με άλλα λόγια, ενώ οι επιδοτήσεις και οι έλεγχοι τιμών διατήρησαν το ψωμί κάτω από το ποσοστό πληθωρισμού που παρατηρείται στα τρόφιμα και τα μη αλκοολούχα ποτά γενικά, οι τιμές του ψωμιού συμβαδίζουν με τον καταστροφικό πληθωρισμό της οικονομίας, εγείροντας ερωτήματα σχετικά με το εάν οι επιδοτήσεις και οι έλεγχοι τιμών έχουν πέτυχει τον στόχο τους. Θεωρείται γενικά ότι το επιδοτούμενο σιτάρι αντιπροσωπεύει μόλις το 10% του κόστους παραγωγής του αραβικού ψωμιού, ενώ οι τα μη επιδοτούμενα κόστη, (που τιμολογούνται σε δολάρια), αποτελούν το 90% του κόστους παραγωγής τους.
- Προβλήματα στην προσφορά σίτου λόγω Ουκρανικής κρίσης.
Σημειώνεται ότι, η Μαύρη Θάλασσα είναι μια βασική γεωοικονομική περιοχή για τη Ρωσία και την Ουκρανία, οι οποίες βασίζονται σε μεγάλο βαθμό στους εκεί λιμένες για γεωργικές εξαγωγές. Τα στοιχεία των τελωνείων δείχνουν ότι το 2020, ο Λίβανος εισήγαγε το 81% του σιταριού του από την Ουκρανία. Για την Ουκρανία, η Οδησσός, η Kherson και το Mykolaiv αποτελούν βασικά λιμάνια για τις διεθνείς εμπορικές ροές. Εάν λοιπόν ολόκληρη η περιοχή της Μαύρης Θάλασσας επηρεαστεί από τον πόλεμο, θα υπάρξουν σημαντικές επιπτώσεις, επειδή η εναλλακτική επιλογή είναι η εισαγωγή από τις ΗΠΑ ή την Αργεντινή, η οποία διαρκεί 25 περίπου ημέρες λόγω της απόστασης, κάτι που πιθανώς να επιφέρει ελλείψεις στον Λίβανο. Αλλά και στην περίπτωση που επιτευχθεί εισαγωγή από άλλα λιμάνια της Μαύρης Θάλασσας πέραν της Ουκρανίας ο αντίκτυπος θα βρίσκεται πιθανότατα στην υψηλή τιμή και όχι στην προσφορά σίτου.
Ο Λίβανος ζήτησε ήδη βοήθεια από τις ΗΠΑ για την αγορά σίτου αξίας 20 εκ δολαρίων / μήνα και εκπόνησε σχέδιο καθώς ο πόλεμος στην Ουκρανία πλήττει την προσφορά. Ο υπουργός Οικονομίας & Εμπορίου του Λιβάνου Α. Σαλάμ δήλωσε την Τρίτη 01/03/2022 ότι ζήτησε από τις ΗΠΑ και άλλους διεθνείς χορηγούς να βοηθήσουν στην εξασφάλιση έκτακτου αποθέματος από Ινδία, Γαλλία ή Καναδά καθώς τα αποθέματα σιταριού παραμένουν πολύ χαμηλά. Στόχος είναι να αγοραστεί το ισόποσο ενός μηνός από την κατανάλωση της χώρας, ή 50.000 τόνοι, και μετά σταδιακά περισσότερο. Το σιτάρι θα αποθηκευτεί στις χώρες που θα αγοραστεί και θα μεταφερθεί στον Λίβανο όταν το επιτρέπει η χωρητικότητα αποθήκευσης.
Σημειώνεται ότι τα μοναδικά σιλό αποθήκευσης σίτου της χώρας καταστράφηκαν τον Αύγουστο του 2020 από την έκρηξη στον Λιμένα Βηρυτού. Πριν από την έκρηξη στον Λιμένα Βηρυτού, τα αποθέματα σιταριού του Λιβάνου ισοδυναμούσαν με κατανάλωση τριών ή τεσσάρων μηνών ενώ μετά από την αυτήν, τα αποθέματα μπορεί να διαρκέσουν λίγο περισσότερο από ένα μήνα. Αυτή τη στιγμή το σιτάρι αποθηκεύεται στο λιμάνι της Τρίπολης και σε κτίρια ιδιοκτησίας των ιδιωτικών αλευρόμυλων της χώρας.
Η χώρα καταναλώνει 40.000 τόνους μηνιαίως. Με τις τιμές του σιταριού να αυξάνονται απότομα λόγω της σύγκρουσης Ουκρανίας-Ρωσίας, υπάρχουν φόβοι ότι η κεντρική τράπεζα του Λιβάνου που διαθέτει περιορισμένα συναλλαγματικά διαθέσιμα δεν θα μπορέσει να συνεχίσει να επιδοτεί το ψωμί. Αυτό θα μπορούσε να προκαλέσει κοινωνική αναταραχή σε μια χώρα όπου σχεδόν τα τρία τέταρτα του πληθυσμού έχει ωθηθεί στη φτώχεια από το 2019. Σήμερα, επιδοτεί το σιτάρι με κόστος 390 ή 400 δολάρια / τόνο, αλλά αν οι διεθνείς τιμές αυξηθούν στα 500 δολάρια τόνο, τότε το κόστος της κεντρικής τράπεζας αυξάνεται επειδή θα επιδοτεί το σιτάρι κατά 100%. Αυτό σημαίνει ότι σε τρέχουσες τιμές, η κεντρική τράπεζα του Λιβάνου θα ξοδεύει περίπου 20 εκ δολάρια το μήνα.
- Συμπερασματικά
Όλα τα ανωτέρω και με αφορμή το ζήτημα του σίτου/ψωμιού ως στρατηγικού τροφίμου επιβεβαιώνουν τις προβλέψεις Διεθνών Οργανισμών σχετικά με το ζήτημα της επισιτιστικής ασφάλειας στην χώρα. Το Παγκόσμιο Επισιτιστικό Πρόγραμμα (WFP) εκτιμά ότι, ως αποτέλεσμα της συνεχιζόμενης οικονομικής κρίσης, πάνω από 1,3 εκ. Λιβανέζοι πολίτες, ήτοι το 36% του συνολικού πληθυσμού, νιώθουν ήδη επισιτιστική ανασφάλεια. Ο αριθμός των λιβανέζικων νοικοκυριών με σοβαρούς περιορισμούς πρόσβασης σε τρόφιμα άγγιξαν το 57% τον Σεπτ. 2021, από 40% την ίδια περίοδο του 2020. Ακόμη, από τους 1,5 εκ Σύρους πρόσφυγες στον Λίβανο, περίπου 735.000 μαστίζονται από επισιτιστική ανασφάλεια σύμφωνα το ίδιο χρονικό διάστημα με το 88% αυτών να εξαρτώνται από ανθρωπιστική βοήθεια, καθώς δεν είναι σε θέση να αντέξουν οικονομικά το ελάχιστο ποσό που απαιτείται για την κάλυψη αναγκών διατροφής.
Πηγή agora