Export Greek news

Μ. Στασινόπουλος: Η ενίσχυση της βιομηχανίας και της μεταποίησης το «κλειδί» για την αύξηση του ΑΕΠ

Η βιομηχανική ανάπτυξη και η ενίσχυση της μεταποίησης μπορεί να ενισχύσουν συνολικά την παραγωγή πλούτου και το ΑΕΠ της χώρας, και οι ελληνικές εξαγωγές μπορούν να διαμορφωθούν στα 100 δισ.ευρώ από τα 35 δισ.ευρώ σήμερα.

Αυτό υπογράμμισε ο κ. Μιχάλης Στασινόπουλος, πρόεδρος της Ελληνικής Παραγωγής – Συμβουλίου Βιομηχανιών για την Ανάπτυξη, μιλώντας σε εκδήλωση του ΙΟΒΕ όπου παρουσιάστηκε μελέτη του Ινστιτούτου με θέμα: «Ο τομέας μεταποίησης στην Ελλάδα: Νέες προκλήσεις και προοπτικές βιώσιμης ανάπτυξης στο εξελισσόμενο ευρωπαϊκό και παγκόσμιο περιβάλλον».

Βέβαια για να αποκτήσουν δυναμική οι εξαγωγές, θα πρέπει να αντιμετωπιστεί το δυσμενές φορολογικό καθεστώς για τις βιομηχανικές επενδύσεις, το υψηλό ενεργειακό κόστος, η ανεπάρκεια χρηματοδοτικών εργαλείων για την υποστήριξη επενδύσεων, θέματα κατάρτισης και επανακατάρτισης ανθρώπινου δυναμικού και κίνητρα που συνδέονται με την πράσινη ενεργειακή μετάβαση», σημείωσε ο κ. Στασινόπουλος και υπογράμμισε πως:

«Η ενίσχυση της βιομηχανίας μεταποίησης μικρού και μεγάλου μεγέθους είναι η πιο σημαντική προοπτική, η πιο ξεκάθαρη κατεύθυνση για να αυξηθεί η παραγωγή πλούτου στη χώρα μας.

Για να αυξηθεί το ΑΕΠ με πραγματική παραγωγική ανάπτυξη, να συγκλίνουμε με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες, προς όφελος όλης της κοινωνίας και των μελλοντικών γενιών. Το να αποφασίσει η χώρα να μπει σε έναν ενάρετο κύκλο αύξησης της παραγωγής αγαθών δεν είναι κάτι ουτοπικό ή κάτι που ανήκει πια στο παρελθόν. Είναι το μέλλον. Είναι μια απόλυτα ρεαλιστική στρατηγική, και αυτό είναι ισχυρή πεποίθηση όλων των μελών μας», υπογράμμισε χαρακτηριστικά.

Στην εκδήλωση παραβρέθηκε ο υπουργός Ανάπτυξης, κ. Κώστας Σκρέκας και στην ομιλία του υπογράμμισε πως «βασική προτεραιότητα της Κυβέρνησης και του Υπουργείου Ανάπτυξης είναι η στήριξη της βιομηχανίας με τελικό στόχο την επιτάχυνση στην επαναβιομηχάνιση της χώρας μας».

Όπως είπε μέσα στο 2024 θα αλλάξουν τα κριτήρια για την πριμοδότηση των επιχειρήσεων που ζητούν να χρηματοδοτηθούν από τον Αναπτυξιακό Νόμο. Και στα νέα κριτήρια θα βαθμολογείται υψηλά, ο εξαγωγικός προσανατολισμός, οι επενδύσεις σε έρευνα και ανάπτυξη και οι επενδύσεις στην παραγωγή εξοπλισμών για την ενεργειακή μετάβαση, ώστε η προστιθέμενη αξία των επενδύσεων που πρόκειται να γίνουν να παραμένει στη χώρα, ενισχύοντας την οικονομία.

Ειδικότερα η μελέτη -την οποία παρουσίασαν ο γενικός διευθυντής του ΙΟΒΕ, καθηγητής Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών, Νίκος Βέττας και ο επικεφαλής Μικροοικονομικής Ανάλυσης και Πολιτικής του ΙΟΒE, Svetoslav Danchev-, αναλύει την πρόοδο και τις προοπτικές της εγχώριας μεταποίησης αλλά και τις νέες μεγάλες προκλήσεις που αντιμετωπίζει στο διεθνές περιβάλλον.

Σύμφωνα με την μελέτη:

Η συμμετοχή της Ακαθάριστης Προστιθέμενης Αξίας (ΑΠΑ) του τομέα μεταποίησης στο ΑΕΠ της ελληνικής οικονομίας αυξήθηκε σε 9,1% το 2022 και αποτελεί το υψηλότερο επίπεδο από το 2008. Αντίστοιχα, η συμμετοχή της μεταποίησης στην εγχώρια απασχόληση έφτασε στο 10,0% το 2022, από 9,6% το 2019 και 8,9% το 2014. Η διεύρυνση της συνεισφοράς της Μεταποίησης στην εγχώρια οικονομία σημειώθηκε παρά τις μεγάλες προκλήσεις που διαμόρφωσαν η πανδημία και η ενεργειακή κρίση.

Επίσης, πολύ θετική είναι και η πορεία των εξαγωγών των προϊόντων μεταποίησης τα τελευταία χρόνια. Χωρίς τα πετρελαιοειδή, η αξία των εξαγωγών μεταποιητικών προϊόντων αυξήθηκε σε 29,1 δισεκ. ευρώ το 2022, από 19,2 δισεκ. ευρώ το 2019 και 11,7 δισεκ. ευρώ το 2009. Ως αποτέλεσμα, οι εξαγωγές των μεταποιητικών προϊόντων, ακόμα και χωρίς τα πετρελαιοειδή, έχουν κατακτήσει τα τελευταία χρόνια την πρωτιά στις κατηγορίες εισπράξεων του ισοζυγίου αγαθών και υπηρεσιών, με 28,9% των συνολικών εισπράξεων, μπροστά από τις μεταφορές (23,2%) και τις ταξιδιωτικές εισπράξεις (17,5%).

Η πρόοδος επιβεβαιώνεται και σε σύγκριση με το συνολικό μέγεθος της οικονομίας, με τις εξαγωγές των προϊόντων μεταποίησης να αυξάνονται έντονα, από 5,7% του ΑΕΠ το 2008 σε 14,1% του ΑΕΠ το 2022. Ωστόσο, παρά τη μεγάλη πρόοδο, η Ελλάδα συνεχίζει να υστερεί σημαντικά και παραμένει πολύ χαμηλά συγκρινόμενη με χώρες με παρόμοιο πληθυσμό.